αληθοφανής

αληθοφανής
-ές
αυτός που φαίνεται αληθής, που φαινομενικά είναι αληθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + -φανής < εφάνην, φαίνομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοφάνεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αληθοφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που επιφανειακά είναι αληθινός: Η πληροφορία που μας δόθηκε ήταν αληθοφανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμοτον — ἄμοτον επίρρ. (Α) 1. ακατάπαυστα, αδιάκοπα, συνεχώς 2. βίαια, σφοδρά, ορμητικά 3. ακλόνητα, ακίνητα, σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικος τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < ἀ αθροιστ. + μόθος «μάχη». Πιο αληθοφανής η άποψη που διακρίνει στον τ. επίθ. σε τος με …   Dictionary of Greek

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • αληθοφάνεια — η [αληθοφανής] το να είναι κάτι φαινομενικά αληθές, να έχει επιφανειακή ομοιότητα με την αλήθεια …   Dictionary of Greek

  • αμφουδίς — ἀμφουδὶς (επίρρ) (Α) συναντάται μια μονό φορά στον Όμηρο (ρ 237) με προβληματική ερμηνεία σημαίνει πιθ. «από το έδαφος», «από τη μέση». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Η αρχαία ερμηνεία «κοντά στο έδαφος» (< ἀμφ(ι) * + οὖδας «έδαφος»)… …   Dictionary of Greek

  • ανόμιστος — η, ο (Α ἀνόμιστος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι δύσκολο να γίνει πιστευτός, ο μη αληθοφανής αρχ. ο μη καθιερωμένος, ασυνήθιστος …   Dictionary of Greek

  • εναλήθης — άληθες (AM ἐναλήθης, άληθες) Ι. αληθοφανής, πιθανός …   Dictionary of Greek

  • ευλογοφανής — ές (ΑΜ εὐλογοφανής, ές) ο επιφανειακά γνήσιος ή ειλικρινής, ο αληθοφανής. επίρρ... ευλογοφανώς (Μ εὐλογοφανῶς) με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλογος + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, εμ φανής] …   Dictionary of Greek

  • εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”